„σφύζω“: αμετάβατο ρήμα σφύζω [ˈsfizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <ohneαόριστος | Aorist aor>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) pulsieren pulsieren σφύζω σφύζω