„σφηνώνω“: μεταβατικό ρήμα σφηνώνω [sfiˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einzwängen, verkeilen einzwängen, verkeilen σφηνώνω σφηνώνω