σφίγγομαι
[ˈsfiŋgome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich anschmiegen (πάνω σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)σφίγγομαισφίγγομαι
- sich zusammenkrampfenσφίγγομαι καρδιάσφίγγομαι καρδιά