„συσσωρεύω“: μεταβατικό ρήμα συσσωρεύω [sisoˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -δηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) häufen (an)häufen συσσωρεύω συσσωρεύω