„συσσωρεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συσσωρεύομαι [sisoˈrevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auflaufen, sich anstauen auflaufen, sich anstauen συσσωρεύομαι συσσωρεύομαι