„συρρικνώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συρρικνώνομαι [sirikˈnonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zusammenschrumpfen zusammenschrumpfen συρρικνώνομαι συρρικνώνομαι