συρράπτω
[siˈrapto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vernähen, zusammennähenσυρράπτωσυρράπτω
- zusammenheftenσυρράπτω με συρραπτικόσυρράπτω με συρραπτικό