συρμός
[sirˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zugαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυρμός σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρσυρμός σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
examples
- συρμός φορτώσεως αυτοκινήτωνAutoreisezugαρσενικό | Maskulinum, männlich m