„συνωμοτικός“ συνωμοτικός [sinomotiˈkos], συνωμοτική, συνωμοτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wissend wissend συνωμοτικός βλέμμα συνωμοτικός βλέμμα