„συνταξιδεύω“: αμετάβατο ρήμα συνταξιδεύω [sindaksiˈðevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mitreisen mitreisen συνταξιδεύω συνταξιδεύω