συνομολογώ
[sinomoloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aushandelnσυνομολογώ συμβόλαιο, συνθήκεςσυνομολογώ συμβόλαιο, συνθήκες
Thank you for your feedback!