συνομήλικος
[sinoˈmilikos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, συνομήλικη, συνομήλικοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gleichaltrigσυνομήλικοςσυνομήλικος
συνομήλικος
[sinoˈmilikos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Altersgenosseαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνομήλικοςAltersgenossinθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνομήλικοςσυνομήλικος