συνοδεία
[sinoˈðia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Begleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνοδείασυνοδεία
- Gefolgeουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνοδεία βασιλιάσυνοδεία βασιλιά
- Begleitschutzαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνοδεία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσυνοδεία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
examples
- συνοδεία μουσικήςMusikbegleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συνοδεία πιάνουKlavierbegleitungθηλυκό | Femininum, weiblich f