„συννεφιά“: θηλυκό συννεφιά [sineˈfja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bewölkung Bewölkungθηλυκό | Femininum, weiblich f συννεφιά συννεφιά examples έχει συννεφιά es ist bewölkt έχει συννεφιά συννεφιά με διαστήματα ηλιοφάνειας wechselnd bewölkt συννεφιά με διαστήματα ηλιοφάνειας