συνηγορώ
[siniɣoˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- befürwortenσυνηγορώσυνηγορώ
- plädieren (υπέρ+γενική | +Genitiv +gen für)συνηγορώ νομικός όρος | Rechtswesenνομσυνηγορώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ