συνεργός
[sinerˈɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mittäterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνεργός νομικός όρος | Rechtswesenνομσυνεργός νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Kollaborateurαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνεργός σε πόλεμοσυνεργός σε πόλεμο
examples
- συνεργός διαφυγήςFluchthelferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f