„συνήθεια“: θηλυκό συνήθεια [siˈniθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gewöhnung, Brauch, Gewohnheit (An-)Gewohnheitθηλυκό | Femininum, weiblich f συνήθεια συνήθεια Gewöhnungθηλυκό | Femininum, weiblich f συνήθεια συνήθεια Brauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m συνήθεια έθιμο συνήθεια έθιμο