συνήγορος
[siˈniɣoros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Befürworterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνήγοροςσυνήγορος
- (Straf-)Verteidigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνήγορος νομικός όρος | Rechtswesenνομσυνήγορος νομικός όρος | Rechtswesenνομ