συνέντευξη
[siˈnendefksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Interviewουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνέντευξησυνέντευξη
examples
- παίρνω συνέντευξηinterviewen (από κάποιον jemanden)
- συνέντευξη τύπουPressekonferenzθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συνέντευξη αξιολόγησηςBeurteilungsgesprächουδέτερο | Neutrum, sächlich n