„συνάνθρωπος“: αρσενικό συνάνθρωπος [siˈnanθropos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitmensch Mitmenschαρσενικό | Maskulinum, männlich m συνάνθρωπος συνάνθρωπος