„συνάθροιση“: θηλυκό συνάθροιση [siˈnaθrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Versammlung Versammlungθηλυκό | Femininum, weiblich f συνάθροιση συνάθροιση