„συμφιλιώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συμφιλιώνομαι [simfiliˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich versöhnen, sich aussöhnen sich versöhnen (με mit) συμφιλιώνομαι sich aussöhnen συμφιλιώνομαι συμφιλιώνομαι