„συμπολίτης“: αρσενικό συμπολίτης [simboˈlitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitbürger Mitbürgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f συμπολίτης συμπολίτης