συμπιέζω
[simbiˈezo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (zusammen)pressenσυμπιέζωσυμπιέζω
- komprimierenσυμπιέζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υσυμπιέζω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ