συμβολαιογραφικός
[simvoleoɣrafiˈkos], συμβολαιογραφική, συμβολαιογραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- notariell, notarischσυμβολαιογραφικόςσυμβολαιογραφικός