„συμβατικότητα“: θηλυκό συμβατικότητα [simvatiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Konvention Konventionθηλυκό | Femininum, weiblich f συμβατικότητα συμβατικότητα