„συλλέγω“: μεταβατικό ρήμα συλλέγω [siˈleɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-νέλεξα; -λλέχτηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sammeln sammeln συλλέγω συλλέγω