„συκόφυλλο“: ουδέτερο συκόφυλλο [siˈkofilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feigenblatt Feigenblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n συκόφυλλο συκόφυλλο