συζυγία
[siziˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Konjugationθηλυκό | Femininum, weiblich fσυζυγία γραμματική | Grammatikγραμμσυζυγία γραμματική | Grammatikγραμμ
examples
- συζυγίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl νεύρωνHirnnervenπληθυντικός | Plural pl