συγκρατώ
[siŋgraˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zurückhaltenσυγκρατώ σταματώ, κ. συναισθήματασυγκρατώ σταματώ, κ. συναισθήματα
- bremsenσυγκρατώ άτομοσυγκρατώ άτομο
- im Gedächtnis behaltenσυγκρατώ στη μνήμησυγκρατώ στη μνήμη
- unterdrückenσυγκρατώ γέλιο, δάκρυασυγκρατώ γέλιο, δάκρυα
- behaltenσυγκρατώ νεύρασυγκρατώ νεύρα