συγκομιδή
[siŋgomiˈði]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ernteθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκομιδήσυγκομιδή
examples
- συγκομιδή καφέKaffee-Ernteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συγκομιδή πατατώνKartoffelernteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συγκομιδή φρούτωνObsternteθηλυκό | Femininum, weiblich f