συγκολλώ
[siŋgoˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zusammenkleben, zusammenleimenσυγκολλώ με κόλλασυγκολλώ με κόλλα
- einschweißenσυγκολλώ μέταλλοσυγκολλώ μέταλλο
- lötenσυγκολλώ σύρματασυγκολλώ σύρματα