συγκοινωνία
[siŋgjinoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυγκοινωνίασυγκοινωνία
- Verbindungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκοινωνία συγκοινωνιακή σύνδεσησυγκοινωνία συγκοινωνιακή σύνδεση
examples
-
- συγκοινωνία της γραμμήςLinienverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m