συγκλονισμένος
[siŋglonizˈmenos], συγκλονισμένη, συγκλονισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erschüttertσυγκλονισμένοςσυγκλονισμένος
Thank you for your feedback!