συγκλονίζω
[siŋgloˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erschütternσυγκλονίζω εμπειρία, γεγονόςσυγκλονίζω εμπειρία, γεγονός
Thank you for your feedback!