„συγκεφαλαιώνω“: μεταβατικό ρήμα συγκεφαλαιώνω [siŋgjefaleˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) rekapitulieren rekapitulieren συγκεφαλαιώνω συγκεφαλαιώνω