„συγκεκαλυμμένος“ συγκεκαλυμμένος [siŋgjekaliˈmenos], συγκεκαλυμμένη, συγκεκαλυμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verhüllt verhüllt συγκεκαλυμμένος συγκεκαλυμμένος