„συγγενεύω“: αμετάβατο ρήμα συγγενεύω [siŋgjeˈnevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verwandt sein verwandt sein (με mit) συγγενεύω συγγενεύω