„στρούντελ“: ουδέτερο στρούντελ [ˈstrudel]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strudel Strudelαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρούντελ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ στρούντελ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ