στραμπούλιγμα
[stramˈbuliɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verrenkungθηλυκό | Femininum, weiblich fστραμπούλιγμαVerstauchungθηλυκό | Femininum, weiblich fστραμπούλιγμαστραμπούλιγμα