„στραγγαλίζω“: μεταβατικό ρήμα στραγγαλίζω [straŋgaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erwürgen, erdrosseln erwürgen, erdrosseln στραγγαλίζω στραγγαλίζω