στολίζω
[stoˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schmücken, ausschmücken, zierenστολίζωστολίζω
- verzierenστολίζω διακοσμώστολίζω διακοσμώ