„στοιχηματίζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα στοιχηματίζω [stiçimaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wetten, darauf tippen wetten (σε um, auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) στοιχηματίζω darauf tippen (ότι dass) στοιχηματίζω στοιχηματίζω