στοιβάζω
[stiˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufstapelnστοιβάζω με τάξηστοιβάζω με τάξη
- aufhäufenστοιβάζω με αταξίαστοιβάζω με αταξία