στερώ
[steˈro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aberkennen (κάποιον από κάτι jemandem etwas)στερώ δικαίωμαστερώ δικαίωμα
- entziehenστερώ αφαιρώστερώ αφαιρώ
- beraubenστερώ κ. ελευθερίαστερώ κ. ελευθερία
- raubenστερώ ύπνο, ησυχίαστερώ ύπνο, ησυχία
examples