„στερούμενος“ στερούμενος [steˈrumenos], στερούμενη, στερούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) empfindungslos handlungsarm emotionslos examples στερούμενος ευαισθησιών empfindungslos στερούμενος ευαισθησιών στερούμενος πλοκής handlungsarm στερούμενος πλοκής στερούμενος συναισθημάτων emotionslos στερούμενος συναισθημάτων