„στερεοφωνικό“: ουδέτερο στερεοφωνικό [stereofoniˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stereoanlage Stereoanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f στερεοφωνικό στερεοφωνικό