„στεγανοποιώ“: μεταβατικό ρήμα στεγανοποιώ [steɣanopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abdichten abdichten στεγανοποιώ στεγανοποιώ