„σταδιοδρομία“: θηλυκό σταδιοδρομία [staðioðroˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Karriere, Laufbahn Karriereθηλυκό | Femininum, weiblich f σταδιοδρομία Laufbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f σταδιοδρομία σταδιοδρομία