στίξη
[ˈstiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zeichensetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fστίξη γραμματική | GrammatikγραμμInterpunktionθηλυκό | Femininum, weiblich fστίξη γραμματική | Grammatikγραμμστίξη γραμματική | Grammatikγραμμ